.

.
Ολόκληρο το κείμενο...
Το κείμενο αυτό είναι μεταθεωρητικό: στόχος του δεν είναι η καθαυτό θεωρητική γενίκευση, αλλά η συζήτηση περί θεωρίας. Αποσκοπεί, συγκεκριμένα, στην ανασκευή κάποιων, οιονεί ελλιπών –όμως, στον ελληνικό χώρο διάχυτων- αναγνώσεων της θεωρητικής παραγωγής που ακολούθησε τις πρώιμες μεταπολεμικές προσεγγίσεις του κινηματικού φαινομένου (την «κινητοποίηση πόρων» και την «πολιτική διαδικασία» που ήρθαν να αντικαταστήσουν την ψυχολογία του όχλου και τη συλλογική συμπεριφορά --με όλες, βέβαια, τις μεταξύ τους διαφορές), και που στις μέρες μας επακριβώς αποδίδονται ως Συγκρουσιακή Πολιτική. Η βιβλιογραφία αυτή γίνεται καλύτερα αντιληπτή ως διαδικασία: εξαιρετικά δυναμική, εξέχουσα και ενδεχομένως παραδειγματική έκφανση του κατά Lakatos «προωθητικού ερευνητικού προγράμματος». Η άσκηση είναι ιδιαίτερα κρίσιμη καθώς, η έκβαση και τα χαρακτηριστικά της σχετικής συζήτησης, επηρεάζουν σημαντικά (ενδεχομένως καθοριστικά) τόσο τα ερωτήματα που θέτει η έρευνα όσο και τον τρόπο με τον οποίο αποτιμούμε τα αποτελέσματά της. Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι στις μέρες μας δεν έχει πλέον ιδιαίτερο γνωστικό νόημα να μιλούμε για ειδικές θεωρίες ή, πολύ περισσότερο, για σχολές της «κινητοποίησης πόρων» ή της «πολιτικής διαδικασίας». Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 στο θεωρητικό ορίζοντα αναδύεται η Συγκρουσιακή Πολιτική, φιλοδοξώντας την (ανα)σύνθεση του μεγάλου όγκου των προσεγγίσεων που είχαν αναπτυχθεί κατά την προηγούμενη περίοδο. Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, στις αρετές και στις προκλήσεις που ως ενιαίος κλάδος αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει η Συγκρουσιακή Πολιτική έχω αναφερθεί εκτενώς αλλού (Σ.Ι. Σεφεριάδης, «Συγκρουσιακή πολιτική, συλλογική δράση, κοινωνικά κινήματα: μια αποτύπωση», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ. 27, Μάιος 2006, σ. 7-42· του ιδίου, «Έννοιες και θεωρία: ένα σχόλιο για τη συμβολή του κλάδου της Συγκρουσιακής Πολιτικής στη μελέτη των κοινωνικών κινημάτων», ό.π.· του ιδίου «“Περιβάλλον”, κοινωνικά κινήματα και οι τρεις μέριμνες της Συγκρουσιακής Πολιτικής», πρόλογος στην ελληνική έκδοση του Μ. Κούση και C. Tilly (επιμ.), Οικονομικές και πολιτικές συγκρούσεις σε συγκριτική προοπτική, Επίκεντρο, Αθήνα/ Θεσσαλονίκη 2008· του ιδίου «Περιπέτειες του πολιτικού: μια μεταθεωρητική περιήγηση», εισαγωγή στο Σ.Ι. Σεφεριάδης, Πολιτική χωρίς αναγωγισμούς. Σχεσιακές διαδρομές στην ιστορική σοσιαλδημοκρατία, την ευρωπαϊκή ανεργία και το ελληνικό εργατικό κίνημα, Σαββάλας, Αθήνα υπό έκδοση και S. Seferiades, «1968 as an Epistemological Catalyst: Contentious Politics and Antinomies in the Study of Social Movements», Historein, τχ. 9, 2009, σ. 101-115.), όμως καθώς –παρά το σχετικά νεαρό της ηλικίας της- η κληρονομιά της είναι εξαιρετικά σημαίνουσα και πολυσχιδής  δείχνει να παραμένει αναφομοίωτη, σκόπιμο είναι να αναφερθεί κανείς στους θεωρητικούς σταθμούς που σηματοδότησαν την εξέλιξή της, δηλαδή -ακριβώς- την «κινητοποίηση πόρων» και την «πολιτική διαδικασία». Αυτό επιχειρείται με τη μορφή μιας σύντομης σειράς αλληλένδετων, θεωρητικών αφορισμών.

·    Καταναλωτές ή παραγωγοί θεωρίας; Προέχει, γνωστικά και πρακτικά, να αναλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την όλη συζήτηση: Όταν ανασυγκροτούμε, για να αποτιμήσουμε, ένα θεωρητικό ρεύμα, τι ακριβώς επιδιώκουμε; Το ερώτημα μπορεί να φαντάζει κοινότοπο και η απάντησή του προφανής, όμως μια ειδική του διάσταση προσδιορίζει και τον χαρακτήρα του εγχειρήματός μας: ως μια ιδιότυπη, ευρετική πολικότητα ανάμεσα στη θεωρητική και ερευνητική κατανάλωση και την παραγωγή. Ενώ ως γνωστικοί καταναλωτές ανασκοπούμε τα διάφορα θεωρητικά σώματα στατικά, απλώς και μόνο για να τα κρίνουμε, ως παραγωγοί τα εκλαμβάνουμε ως γνωστικούς πόρους: ως εφαλτήρια για ανασκευές, βελτιώσεις και μετεξελίξεις που αποσκοπούν στην προώθηση της έρευνας και της θεωρητικής γενίκευσης. Τούτου δοθέντος, έχει λοιπόν σημασία να τονιστεί ότι, με όλες τις ενδεχόμενες αδυναμίες και ελλείψεις της, η Συγκρουσιακή Πολιτική βρίσκεται σε μια διαδικασία διαρκούς εσωτερικής ανασκευής και ανανέωσης. Σε αντίθεση με άλλα ρεύματα στον χώρο των κοινωνικών επιστημών, η Συγκρουσιακή Πολιτική όχι μόνο δεν απωθεί την κριτική, αλλά --το ακριβώς αντίθετο-- την προκαλεί, την ενθαρρύνει και τη μεταβολίζει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, και εκκινώντας από ένα κατά βάση δομιστικό υπόβαθρο, πέτυχε, σε πρώτο χρόνο, να αφομοιώσει δημιουργικά στον θεωρητικό της πυρήνα πολύτιμα στοιχεία και ενοράσεις από τις ορθολογικές και πολιτισμικές προσεγγίσεις (με αντίστοιχες εστίες τα κίνητρα κινητοποίησης και τα αντιληπτικά και συναισθηματικά προαπαιτούμενα των συλλογικών δράσεων) και, σε δεύτερο, να μετεξελιχθεί συνολικά στο πλαίσιο μιας νέας σχεσιακής επιστημολογίας, όπου γνωστικό στόχο δεν αποτελεί η ουσιοκρατικά στατική συσχέτιση οιονεί αμετάβλητων παραγόντων (αιτίας και αποτελέσματος), αλλά η εννοιολόγηση αιτιωδών μηχανισμών με επιδράσεις που μεταβάλλονται ενδεχομενικά σε συνάρτηση με την ιστορική συγκυρία και τη δυναμική αλληλεπίδραση δομών και δράσεων. Στην ερευνητική και θεωρητική ζωή υφίστανται δύο βασικά μοτίβα αντιμετώπισης των γνωστικών προκλήσεων που αέναα ανακύπτουν. Το πρώτο στέκεται απέναντί τους καχύποπτα και αμυντικά· με στόχο τη διαφύλαξη του «σκληρού θεωρητικού πυρήνα» της εκκινούσας προσέγγισης, μέχρις ότου αυτή να καταστεί πρόδηλα ανεδαφικό και ανέφικτο. Είναι η πρακτική των παραδειγμάτων σε κρίση, λίγο πριν από τον «επαναστατικό» τους εκτοπισμό (κατά Kuhn) ή των ερευνητικών προγραμμάτων σε φάση εκφυλισμού (κατά Lakatos). Το δεύτερο μοτίβο που, όπως υποστηρίζω, εικονογραφεί γλαφυρά η Συγκρουσιακή Πολιτική, συμπίπτει με τη λειτουργία των προωθητικών (ή προοδευτικών) ερευνητικών προγραμμάτων. Στόχος εδώ δεν είναι η φοβική περιφρούρηση του «σκληρού πυρήνα» της αρχικής θεωρίας, αλλά το ακριβώς αντίθετο: η «αμφιβολία της θεωρίας». Στο πλαίσιο αυτό, βασική μέριμνα αποτελεί η «θετική ευρετική»: συστήματα εννοιών, γενικεύσεων και επιστημολογικών μετεξελίξεων για την καλύτερη δυνατή επεξεργασία προβλημάτων που η ίδια η θεωρία διηθεί υπό το βάρος των ερευνητικών της καθηκόντων. Έτσι κι εμείς, ενεργοί συμμέτοχοι και συν-διαμορφωτές της θεωρητικής παραγωγής, οφείλουμε να επιλέξουμε δρόμο κατ’ αναλογία των δύο αυτών μοτίβων. Το πρώτο μας προτείνει ένα ρόλο φιλύποπτου και συντηρητικού καταναλωτή· το δεύτερο μας προσκαλεί στους ορίζοντες της παραγωγικής θεωρητικής δημιουργίας. Πρόκειται βέβαια για ρητορικό δίλημμα με τεράστιες επιστημολογικές (αλλά και πολιτικές) προεκτάσεις.

·    Τι κομίζει η «κινητοποίηση πόρων»; Η ιδέα περί «κινητοποίησης πόρων» υπήρξε η πρώτη συστηματική αντίδραση στον «αποκλίνοντα ψυχολογισμό» των θεωριών της μαζικής κοινωνίας. Αν και γρήγορα μετασχηματίστηκε αφομοιωνόμενη από τη Συγκρουσιακή Πολιτική, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι, ως προσέγγιση, η «κινητοποίηση» συνέβαλε αποφασιστικά στην αλλαγή των πρώτων μεταπολεμικών προσλήψεων του κινηματικού φαινομένου. Πώς ακριβώς, όμως, την αντιλαμβανόμαστε σήμερα; Υπάρχει διαδεδομένη η άποψη (η οποία προφανώς και απηχεί όψεις --και κυρίως την αφόρητα συμπεριφοριστική εκφορά-- της θεωρίας) ότι, αναδεικνύοντας τις εμπρόθετες διαστάσεις του κινηματικού φαινομένου ως προϋποθέσεις (καθόσον, προκειμένου να επέλθουν παρατεταμένες συλλογικές δράσεις απαιτείται η συσσώρευση και επιτυχής διαχείριση πλειάδας «πόρων»), η «κινητοποίηση» έτεινε να υπαγάγει τη σχετική μελέτη εντός ενός γενικού πλαισίου Ορθολογικής Επιλογής. Όμως ειδοποιό στοιχείο της ορθολογικής επιλογής δεν είναι ο εμπρόθετος/ στρατηγικός χαρακτήρας των δράσεων, αλλά η μονοδιάστατα ωφελιμιστική τους πρόσληψη (συνδυαστικά, βέβαια, με μια αποκλειστικά ατομοκρατική θέαση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας) και κάτι τέτοιο απέχει παρασάγγας τόσο από τις θεωρητικές προθέσεις της «κινητοποίησης» όσο και --κυρίως-- από τις ερευνητικές πρακτικές στις οποίες εξέβαλε, ιδιαίτερα αν αυτές ιδωθούν σε δυναμική, ερευνητικά προωθητική προοπτική.

  Τι είναι «πολιτικό» στην «πολιτική διαδικασία»; Η προσέγγιση, ή το «μοντέλο» της «πολιτικής διαδικασίας» όπως αποκλήθηκε, υπήρξε σταθμός στην προωθητική ανασυγκρότηση του πεδίου κατά το ότι φιλοδόξησε να υπερβεί τις αδυναμίες της «κινητοποίησης» με τρόπους, όμως, που θα ενσωμάτωναν δημιουργικά τις συμβολές της. Αποτελεί ως εκ τούτου παράδοξο ότι η πρόσληψή της έτεινε κατά περίπτωση να συρρικνωθεί στην ισχνή αντιστοίχηση «διευρυνόμενες πολιτικές ευκαιρίες» à συλλογικές δράσεις. Η ανάγνωση αυτή, στη βιβλιογραφία συχνά υπαινικτική και «διαμέσου των γραμμών», διαμαρτύρεται στη συνέχεια για τη θεωρητική αποκοπή των κινηματικών διαδικασιών από τις υλικές, μακρο-κοινωνιολογικές τους βάσεις με αντίστοιχη γιγάντωση των θεσμικών επεξηγηματικών μεταβλητών, συνδυαστικά με έναν υφέρποντα οπορτουνισμό στην εν γένει αιτιώδη ανάλυση: καταμαρτυρείται, συγκεκριμένα, ότι συλλογικές δράσεις και κινήματα εμφανίζονται μόνο όταν (αν όχι, επειδή) το πολιτικό σύστημα το επιτρέπει -είτε θετικά (με την εμφάνιση κρατικής ανοχής ή/ και πρόθυμων «θεσμικών συμμάχων»), είτε αρνητικά (όταν σοβούν πολιτικές κρίσεις). Είναι όμως (μόνο) έτσι; Και εν πρώτοις: όταν λέμε «πολιτική διαδικασία», τι ακριβώς εννοούμε; Στις μέρες μας το ερώτημα σπανίως τίθεται ρητά, όμως η διαπραγμάτευσή του ενέχει εξαιρετική σημασία τόσο για τη συνολική ερμηνεία της αρχετυπικής «πολιτικής διαδικασίας» όσο και για την αποτίμηση των θεωρητικών εξελίξεων που σηματοδότησε. Αξίζει λοιπόν να τονιστεί ότι η αντιφατική ετερότητα που οριοθετεί και το ακριβές περιεχόμενο του «πολιτικού» στην «πολιτική διαδικασία» δεν είναι --όπως κατά κανόνα θεωρήθηκε-- ούτε η κοινωνία (ότι, δηλαδή, πολιτικό είναι το μη-κοινωνικοοικονομικό) ούτε οι έκνομες μετασχηματιστικές δράσεις (ότι, δηλαδή, πολιτικό είναι ό,τι εντάσσεται ή υπάγεται στη θεσμική κονίστρα), αλλά ο ψυχολογισμός: η άποψη ότι τα κινήματα, ως θεμελιωδώς παραβατικές και αποκλίνουσες συμπεριφορές, δεν μπορούν να ερμηνευθούν/ επεξηγηθούν ειμή μόνον με τη βοήθεια της ψυχολογίας. Συνδυαστικά με το γεγονός ότι τα κινήματα εκλαμβάνονται ως πυκνές διαδικασίες που ενηλικιώνονται σε βάθος χρόνου,  προκύπτει ότι, για να ερμηνευθούν επαρκώς, απαιτείται συνυπολογισμός πλειάδας κοινωνικοοικονομικών παραγόντων. Ούτε και είναι ακριβές ότι η πολιτική υφή των κινημάτων ταυτίζεται με την επίσημη-θεσμική, την κατεστημένη πολιτική. Ως κατεξοχήν πολιτικά μορφώματα, τα κινήματα ασφαλώς και συνδιαλέγονται με τη θεσμική πολιτική, όμως ο λόγος δεν είναι ότι αποτελούν, ή εποφθαλμιούν να καταστούν τμήματά της, αλλά -το ακριβώς αντίθετο- ότι έλλογα και συστηματικά απεργάζονται τον μετασχηματισμό της.